λιγδιά

λιγδιά
η жирное, сальное пятно

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "λιγδιά" в других словарях:

  • λιγδιά — η [λίγδα] κηλίδα από λιπαρή ουσία, βρομιά …   Dictionary of Greek

  • λιγδιά — η κηλίδα από λίγδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λίπα — (Α) επίρρ. 1. αφθόνως, πλουσίως («χρίεσθαι λίπα», Ιπποκρ.) 2. (σπαν. ως ουσ. ουδ. ονομ. ή αιτ.) καθετί το άφθονο («χρῑσμα λίπα ἔστω», Θεόφρ.) 3. (φρ. συν. στον Όμ. και στον Ησίοδ.) «λίπ ἐλαίῳ» με άφθονο λάδι («ἔχρισεν λίπ ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.).… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»